σορολόπ

σορολόπ
anlamsız söz

Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • σορολόπ — και σορολόπι, το, Ν φρ. «τό ρίξε στο σορολόπ» δεν νοιάζεται για τίποτε, αδιαφορεί τελείως, κάνει τον τρελό. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. sorolop] …   Dictionary of Greek

  • σορολόπ(ι) — το (λ. τουρκ.), «Το ριξε στο σορολόπ», κάνει τον τρελό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”